- ἐκρηπίδωσε
- κρηπιδόωfurnish with bootsaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρηπιδώνω — (Α κρηπιδῶ, όω) [κρηπίς (Ι)] 1. κατασκευάζω κρηπίδα, φτειάχνω θεμέλια («τὸ δὲ χωρίον, ἐν ᾧ ἐσκήνησε, λίθοις τετραπέδοις ἐκρηπίδωσε», Δίων Κάσα) 2. κατασκευάζω προκυμαία αρχ. 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα 2. παθ. κρηπιδοῡμαι, όομαι α) βάζω τα… … Dictionary of Greek